εὔελπις — hopeful nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύελπις — ιδος, ι (ΑΜ εὔελπις, ι) 1. αυτός που ελπίζει σε κάτι («ευέλπιδα όνειρα», Παπαδ.) 2. αυτός που παρέχει αγαθές ελπίδες, αυτός που υπόσχεται πολλά καλά («λαλιά τις εὔελπις» λαλιά παρηγορήτρα, Πολ.) νεοελλ. (το αρσ. στον εν. και πληθ.) ο εύελπις και… … Dictionary of Greek
εὐέλπιδα — εὔελπις hopeful neut nom/voc/acc pl εὔελπις hopeful masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευελπίζομαι — [εύελπις] ευελπιστώ … Dictionary of Greek
εὐελπίδων — εὔελπις hopeful gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐέλπιδας — εὔελπις hopeful masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐέλπιδες — εὔελπις hopeful masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐέλπιδι — εὔελπις hopeful dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐέλπιδος — εὔελπις hopeful gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐέλπισιν — εὔελπις hopeful dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔελπι — εὔελπις hopeful voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)